τριχλωρ(ο)αιθάνιο

τριχλωρ(ο)αιθάνιο
το, Ν
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, τριχλωροπαράγωγο τού αιθανίου, η οποία απαντά σε δύο ισομερείς μορφές, το 1, 1, 1-τριχλωραιθάνιο και το 1,1, 2-τριχλωραιθάνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”